- χαλκουργῶν
- χαλκουργέωwork in bronzepres part act masc nom sg (attic epic doric)χαλκουργόςworking coppermasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… … Dictionary of Greek
Γκιμπέρτι, Λορέντσο — (Lorenzo Ghiberti, Φλωρεντία 1378 – 1455). Ιταλός γλύπτης και χρυσοχόος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές του 15ου αι., όταν η Φλωρεντία ανέκτησε στον καλλιτεχνικό τομέα την πρωτοβουλία που είχε χάσει στο β’ μισό του 14ου αι. Το 1402,… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek